- φυσιολατρία
- ηη λατρεία της φύσης, η αγάπη της υπαίθριας ζωής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυσιολατρία — και φυσιολατρεία, η, Ν αγάπη για τη φύση, για τη ζωή μέσα στη φύση, στο ύπαιθρο, για τη ζωή σύμφωνα με τη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιολάτρης. Ο παλαιότ. τ. φυσιολατρεία (< φυσιο [βλ. λ. φύση] + λατρεία) μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek
φυσιολατρικός — ή, ό, Ν [φυσιολατρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιολατρία ή στον φυσιολάτρη («φυσιολατρικός όμιλος») … Dictionary of Greek
φυσιολατρεία — η, Ν βλ. φυσιολατρία … Dictionary of Greek
Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… … Dictionary of Greek
Κλάιστ, Έβαλντ Κρίστιαν φον- — (Ewald Christian von Kleist, 1715 – 1759). Γερμανός ποιητής. Ο Κ. διακρίθηκε ως αξιωματικός στους πολέμους του Φρειδερίκου B’ και συνδέθηκε φιλικά με τον Λέσινγκ. Αργότερα, κάποιος αποτυχημένος ερωτικός δεσμός του άσκησε έντονη επίδραση στον… … Dictionary of Greek
Νικοκάβουρας, Σπύρος — (Σφακερά, Κερκύρα 1882 – 1952). Λόγιος και ποιητής, από τους τελευταίους εκπροσώπους της κερκυραϊκής σχολής. Εκτός από μερικά σύντομα ταξίδια στην Αλεξάνδρεια και το Παρίσι, έζησε αποκλειστικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στις Καρουσάδες, στο… … Dictionary of Greek
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek
φυσιολατρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιολατρία ή το φυσιολάτρη (βλ. λ.): Φυσιολατρικός Όμιλος Θεσσαλονίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)